Το αυτονόητο, δεν είναι (τελικά καθόλου) αυτονόητο
Της Μαρίνας Σελήνης Κατσαΐτη*
Συχνά χρησιμοποιούμε τον όρο αυτονόητο. Για διάφορα θέματα. Από την αγάπη και τη φροντίδα του γονιού για το παιδί, το πρώτο ίσως αυτονόητο στη ζωή γενικά, μέχρι την αποφυγή πράξεων που κάνουν κακό στον εαυτό μας. Ίσως θεωρούμε αυτονόητο ότι όποιος αμοίβεται για την εργασία του, τότε θα φέρει εις πέρας και τα καθήκοντά του. Ίσως θεωρούμε αυτονόητο ότι ένας άνθρωπος με βαρύ ιστορικό καρκίνου στον πνεύμονα στην οικογένειά του δεν θα επιλέξει να καπνίσει. Ίσως επίσης θεωρούμε αυτονόητο ότι ένα παιδί που επιστρέφει από το σχολείο, θα βρει ένα πιάτο φαϊ να φάει (δεν αναφέρομαι εδώ στην περίπτωση που δεν υπάρχει φαγητό στο σπίτι λόγω οικονομικής αδυναμίας).
Παρατηρώντας τον κόσμο γύρω μου, πολλά χρόνια τώρα, αντιλαμβάνομαι ολοένα και περισσότερο, τόσο μέσω προσωπικών μου βιωμάτων, όσο και μέσω βιωμάτων άλλων ανθρώπων, ότι δεν υπάρχει τίποτε αυτονόητο. Δεν ξέρω αν υπήρχε ποτέ, αλλά έχω την αίσθηση ότι αν υπήρχε σε κάποιο βαθμό, σίγουρα αυτός ο βαθμός έχει εξασθενίσει.
Το ερώτημα που γεννάται, κατά τη γνώμη μου, είναι γιατί αυτό που κάποιοι από εμάς θεωρούν αυτονόητο, κάποιοι άλλοι δεν το βλέπουν με τον ίδιο τρόπο. Ή μήπως το βλέπουν αλλά κάνουν την πάπια; Γιατί υπάρχει τεράστια διαφορά από το δεν βλέπω (στην οποία περίπτωση έχεις τουλάχιστον την αποδεκτή δικαιολογία της τύφλωσης) μέχρι το βλέπω, αλλά επειδή δεν με βολεύει, κάνω ότι έχω «τοπική τύφλωση». Τοπική τύφλωση σε αυτή την περίπτωση είναι η επιλεκτική τύφλωση σε ό,τι με βολεύει ή σε ό,τι κινδυνεύω να με ξεβολέψει.
Σχετίζεται πραγματικά το αυτονόητο με το σύστημα αξιών του κάθε ανθρώπου; Υπάρχει σαν έννοια ή είναι παρά μόνο μια λέξη; Δυσκολεύομαι να την εντάξω στην ομάδα των εννοιών. Και αυτό για τον ακόλουθο λόγο: η ειλικρίνεια, η δικαιοσύνη, η αγάπη είναι λέξεις. Κάποιοι από εμάς τους δίνουν σώμα μέσω της συμπεριφοράς μας και των πράξεών μας, μετατρέποντάς τες σε έννοιες. Μπορώ εγώ να είμαι ειλικρινής αλλά ο γείτονάς μου να μην είναι. Το γεγονός όμως ότι ο γείτονας δεν είναι ειλικρινής, δεν σημαίνει ότι η έννοια της ειλικρίνειας παύει να υπάρχει. Υπάρχει επειδή την εφαρμόζω εγώ. Το αυτονόητο όμως, αποτελεί μια έννοια που αυτόματα συνεπάγεται υιοθέτηση από περισσότερους από έναν ανθρώπους. Κάτι που πιστεύω εγώ, δεν το καθιστά αυτόματα αυτονόητο. Άρα χρειάζονται πολλοί άνθρωποι ταυτόχρονα προκειμένου να σωματοποιηθεί η έννοια. Εάν όμως αυτό που πράττω εγώ σε σχέση με κάτι είναι αντίθετο σε εκείνο που πράττει κάποιος άλλος, τότε εξακολουθεί να ισχύει το αυτονόητο μόνο και μόνο επειδή το υποστηρίζω εγώ; Δεν χάνει την σημασία του ως έννοια και επιστρέφει αποκλειστικά στην κατηγορία της λέξης αυτόματα;
Αυτό το puzzle της σκέψης γύρω από το αυτονόητο με οδηγεί προς το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει. Μπορώ να βρώ πάρα πολλά παραδείγματα στα οποία θα συμφωνήσετε ότι υπάρχει αυτονόητο και να σας αποδείξω ότι δεν είναι. Αυτό με οδηγεί στην ύπαρξη ανακολουθίας στη ροή του σκεπτικού μου γύρω από αυτή τη λέξη, που ίσως τελικά δεν μπορεί να έχει εφαρμογή ως έννοια.
Παρεμπιπτόντως, θα ήθελα πολύ να πεισθώ για το αντίθετο.
*Η Μαρίνα-Σελήνη Κατσαΐτη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οικονομικής Ανάλυσης, Πρόεδρος, Τμήμα Περιφερειακής και Οικονομικής Ανάπτυξης στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Σχόλια Αναγνωστών
Τα σχόλια είναι κλειστά για αυτό το άρθρο