«Επικοινωνώντας με το παιδί… η σπουδαιότητα, τα εμπόδια, οι στρατηγικές»
Χρυσάνθη Ποντίκη, Ψυχολόγος, MSc, Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής Π. Σακελλαρόπουλος
Ένα ζήτημα που προβληματίζει πολλούς γονείς είναι το πώς θα διασφαλίσουν καλούς διαύλους επικοινωνίας με το παιδί τους, καθώς συχνά νιώθουν να έχουν χάσει το σημείο επαφής και άρα τη σύνδεση μαζί του.
Ιδιαίτερα μετά τη μέση παιδική ηλικία, όσο το παιδί προχωρά προς την εφηβεία και αρχίζει να εκδηλώνει απότομες μεταβολές στη διάθεση και το συναίσθημα του, η επικοινωνία με τους γονείς δοκιμάζεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αυξάνεται η συναισθηματική απόσταση μεταξύ τους και κατά συνέπεια να πληθαίνουν οι εντάσεις και οι συγκρούσεις στο σπίτι. Μέσα από τέτοιες καταστάσεις, αναδεικνύεται η αξία της καλής επικοινωνίας. Η επικοινωνία, η οποία πρέπει να έχει εγκατασταθεί από την παιδική ηλικία, μπορεί να συμβάλλει στην εξισορρόπηση των σχέσεων μέσα στην οικογένεια και να εξομαλύνει τις προστριβές που προκύπτουν στην καθημερινότητα.
Ως καλή και αποτελεσματική επικοινωνία ορίζουμε την διαδικασία ανταλλαγής σκέψεων, ιδεών και συναισθημάτων, με τρόπο κατάλληλο ώστε να επιτυγχάνεται αμοιβαία κατανόηση μεταξύ γονέα και παιδιού. Πρόκειται για μία διαδικασία αμφίδρομη, καθώς προϋποθέτει το να μπορώ να εκφράζομαι, αλλά πολύ περισσότερο το να μπορώ να ακούω, να παρατηρώ και να κατανοώ το μήνυμα του συνομιλητή μου. Πρωταρχική σημασία για την επιτυχία της επικοινωνίας έχει το μοίρασμα των συναισθημάτων, δηλαδή η άνεση του να μιλάω για το πώς νιώθω ως παιδί στο γονέα, και το αντίστροφο. Η ειλικρίνεια των συναισθημάτων εξασφαλίζει τη συναισθηματική εγγύτητα και μειώνει την ένταση και το εσωτερικευμένο άγχος του ανηλίκου, στο οποίο αλλιώς μπορεί να αντιδρούσε με επιθετικότητα ή αποστασιοποίηση.
Ένα σύνηθες εμπόδιο στην επίτευξη καλής επικοινωνίας με το παιδί είναι η αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που δηλώνεται με τα λόγια και στα μη λεκτικά μηνύματα που μεταφέρονται μέσω των εκφράσεών του προσώπου και της γλώσσας του σώματός. Για παράδειγμα, όταν το παιδί εκμυστηρεύεται στο γονέα μία αποτυχία στο σχολείο ή τον τσακωμό με ένα φίλο αναμένει μαζί με μία παρηγορητική απάντηση και ένα ζεστό βλέμμα, μια αγκαλιά ή ένα τρυφερό άγγιγμα στον ώμο. Η εκδήλωση τρυφερότητας θα ενεργοποιήσει την έκκριση ωκυτοκίνης στον οργανισμό του, η οποία θα ενισχύσει το αίσθημα ικανοποίησης και θα μειώσει την παραγωγή της κορτιζόλης, δηλαδή της ορμόνης που συνδέεται με το άγχος. Με τον τρόπο αυτό, το παιδί θα βιώσει αίσθημα ηρεμίας και γαλήνης και θα ανεφοδιάσει τα συναισθηματικά του αποθέματα. Εάν όμως αυτά εκλείψουν και ο γονέας περιοριστεί σε έναν λεκτικό καθησυχασμό, ενώ η έκφραση του προσώπου του δηλώνει θυμό ή αδιαφορία και η στάση του σώματός του παραμένει απόμακρη, τότε το μήνυμα θα αλλοιωθεί και το παιδί μπορεί να βιώσει άγχος, απογοήτευση ή θυμό. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να μεριμνούμε εξίσου για το τι λέμε και τι στάση κρατάμε, καθώς τα παιδιά έχουν οξυμένη παρατηρητικότητα και αντιλαμβάνονται πολύ καλά τα εξωλεκτικά μηνύματα, τα οποία αποτελούν την αυθόρμητη επικοινωνία και πολλές φορές αναδεικνύουν τα πραγματικά συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις.
Εκτός από τα διφορούμενα μηνύματα, ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει σαν εμπόδιο στην επικοινωνία είναι οι προκαθορισμένες αντιλήψεις για τον εαυτό μας και το παιδί. Παραδείγματος χάριν, εάν ο γονέας ξεκινάει ένα διάλογο με αίσθηση ανωτερότητας και αυθεντίας, ενώ παράλληλα διατηρεί την πεποίθηση ότι το παιδί θα χρησιμοποιήσει το ψέμα και θα προσπαθήσει να τον παραπλανήσει, τότε η επικοινωνία αρχίζει από λάθος βάση και πιθανόν γρήγορα να κλιμακωθεί μία σύγκρουση. Στην επικοινωνία, δε χρειάζεται ο γονέας να λαμβάνει ρόλο παντογνώστη, κατήγορου ή θύματος, αλλά να παραμένει ανοιχτός και ένας πολύ καλός ακροατής.
Πράγματι, το κυριότερο συστατικό μίας επιτυχημένης επικοινωνίας είναι η ικανότητα της ενεργητικής ακρόασης. Όταν το παιδί νιώθει την ανάγκη να μας μιλήσει, πρέπει να μάθουμε να το ακούμε χωρίς να το διακόπτουμε και χωρίς να προβαίνουμε σε βιαστικά συμπεράσματα χρησιμοποιώντας στις απαντήσεις μας ηθικοπλαστικό ύφος, κριτική ή γρήγορες συμβουλές που νομίζουμε ότι θα το ανακουφίσουν. Το γονεϊκό ένστικτο οδηγεί τον ενήλικα στην επιθυμία να δώσει άμεσες απαντήσεις σε κάθε προβληματισμό του παιδιού και αυτό ενέχει τον κίνδυνο παρανόησης του μηνύματος που προσπαθεί να μας μεταφέρει, ενώ του στερεί την ικανοποίηση του να βρει λύσεις μόνο του ή του να μάθει να ζητάει βοήθεια. Αυτό που χρειάζεται είναι να δώσουμε στο παιδί το χώρο να εκφραστεί και να προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε σωστά την πληροφορία παρατηρώντας προσεκτικά όσα μας λέει και όσα μας δείχνει. Για να σιγουρευτούμε, μάλιστα, πως έχουμε κατανοήσει σωστά το μήνυμα που λαμβάνουμε, μπορούμε να κάνουμε αναπλαισίωση, δηλαδή να επαναδιατυπώσουμε τα λεγόμενά του με δικά μας λόγια προσθέτοντας στο τέλος τη φράση «…κατάλαβα καλά;». Έτσι δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να μας διορθώσει και να μας εξηγήσει τυχόν παρανοήσεις.
Με αντίστοιχο τρόπο, πρέπει να διερευνούμε και το πραγματικό συναίσθημα του παιδιού και να μην το υποθέτουμε επηρεαζόμενοι από δικές μας προηγούμενες εμπειρίες και βιώματα, γιατί μπορεί να οδηγηθούμε σε σφάλματα που θα κλονίσουν την επικοινωνία. Έξαλλου, όπως προαναφέρθηκε, τα συναισθήματα δεν ταυτίζονται πάντα με τις δηλώσεις και για να τα ανακαλύψουμε πρέπει να κατανοήσουμε τα εξωλεκτικά μηνύματα. Σε αυτό θα βοηθούσαν και φράσεις, όπως «Φαίνεται πως αυτό σε έχει στεναχωρήσει…» ή «Νομίζω πως έχεις θυμώσει μαζί μου…». Έτσι, του αφήνουμε το περιθώριο να μας αυτοαποκαλυφθεί και να μας καθοδηγήσει, ώστε να το συναισθανθούμε καλύτερα. Έπειτα, καλούμαστε να αντέξουμε αυτό το συναίσθημα και να μη βιαστούμε να το αλλάξουμε ή να μειώσουμε την αξία του.
Βέβαια, κάποια παιδιά αποφεύγουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας, ίσως γιατί νιώθουν πως τα ανακρίνουμε ή πως αυτά που τα ρωτάμε δεν έχουν τόση σημασία. Τότε ο γονέας μπορεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο οικειότητας. Δηλαδή σε συνθήκες ηρεμίας, όπως στη διάρκεια ενός γεύματος ή πριν το βραδινό ύπνο, να μιλήσει ο ίδιος για την ημέρα του ή για κάτι που τον χαροποίησε, ώστε να παρασύρει το παιδί σε διάλογο δημιουργώντας κλίμα ανταλλαγής και όχι ανάκρισης. Το περιβάλλον που θα επιλέξουμε για την επικοινωνία και οι συνθήκες που επικρατούν εκεί μπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά την έκβασή της. Για παράδειγμα, ένας χώρος που φέρει συναισθηματικό φορτίο λόγω δυσάρεστων αναμνήσεων που συνέβησαν εκεί, δεν αποτελεί το ιδανικό πλαίσιο για να εκκινήσει μία συζήτηση με το παιδί. Το ίδιο ισχύει και για ένα περιβάλλον με έντονους περισπασμούς και φασαρία. Οπότε η εξασφάλιση ενός ήρεμου χώρου που δίνει αίσθηση ασφάλειας αποτελεί προϋπόθεση για να επιδιώξουμε μια καλή επικοινωνία.
Κλείνοντας, πρέπει να τονίσουμε πως το να αφιερώνουμε καθημερινά στο παιδί λίγα λεπτά απόλυτης προσοχής για να το ακούσουμε και να αλληλεπιδράσουμε μαζί του μπορεί να λειτουργήσει ως μία συνήθεια που θα μας φέρει πιο κοντά και θα αποτελέσει τη βάση για μία πιο υγιή σχέση. Οι ενήλικες δε χρειάζεται να έχουμε όλες τις απαντήσεις. Το παιδί δεν περιμένει πάντοτε τη λύση, αλλά την κατανόηση, το ενδιαφέρον και την αποδοχή μας. Έτσι, αισθάνεται την απαραίτητη ασφάλεια και μπορεί να μας ανοιχτεί. Επομένως, για μια καλύτερη επικοινωνία ας προσπαθήσουμε απλώς να μπούμε στη θέση του και να κατανοήσουμε τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια.
Η Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής Π. Σακελλαρόπουλος προσφέρει δωρεάν υπηρεσίες ψυχικής υγείας για παιδιά, εφήβους και οικογένειες μέσω της Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας και του Κέντρο Ημέρας. Η διεπιστημονική ομάδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας της Εταιρίας αναλαμβάνει την παροχή υπηρεσιών διάγνωσης, θεραπευτικής παρέμβασης, συμβουλευτικής υποστήριξης και εκπαίδευσης.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στα τηλέφωνα 22650-22924 και 22650-23333 ή να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.ekpse.gr . Διεύθυνση: Εθνικής Αντιστάσεως 13, Άμφισσα (γραφεία ΚΜΨΥ) και Λεωφόρος Σαλώνων 29, Άμφισσα- Έναντι γηπέδου Άμφισσας (ΚΗ)

Σχόλια Αναγνωστών
Τα σχόλια είναι κλειστά για αυτό το άρθρο